ταριχευμένος

ταριχευμένος
η , ο см. ταριχευτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταριχευμένος" в других словарях:

  • ημιτάριχος — ἡμιτάριχος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ ταριχευμένος, μισοαλατισμένος …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτός — ή, ό / ταριχευτός, ή, όν, ΝΜΑ [ταριχεύω] (για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός μσν. αρχ. αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.) …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ζωολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Στεγάζεται από το 1988 σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο 1.600 τ.μ. του πρώτου ορόφου του κτιρίου των Θετικών Επιστημών, στην Πανεπιστημιούπολη Zωγράφου. Η πλούσια συλλογή του περιλαμβάνει είδη ζώων από όλες τις κατηγορίες και θεωρείται μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • ταριχεύομαι — ταριχεύομαι, ταριχεύτηκα και ταριχεύθηκα, ταριχευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καπνιστός, -ή — ό ταριχευμένος με το κάπνισμα: Έχει καπνιστό κέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταριχεύω — ταρίχευσα, ταριχεύτηκα, ταριχευμένος 1. διατηρώ άσηπτα κρέατα, ψάρια κτλ. με αλάτισμα, κάπνισμα. 2. προφυλάγω πτώματα από τη σήψη με ειδικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»